Ρωτούν γιατί τα μάτια γεμίζουν θάλασσες
Όταν πίσω από γυάλινα τείχη σε κοιτά, ρωτούν.
γιατί χαμογελάς σαν σε κοιτούν,
γεμάτος να ξαποσταίνεις και στο μέταλλο να ακουμπάς
σαν χάδι
Τι βλέπεις όταν κοιτάς,
Με μάτια που κοιτούν το άπειρο
Για νέες ανάσες σαν θυσιαστεί, δεν φοβάσαι ρωτούν
τον μοναχικό καιρό δεν ξέρουν
πως σε φοβίζει
Όχι αυτοί δεν ξέρουν.
Δεν ξέρουν, όταν καθαρίζουν τα σωθικά της και αναπνέει ελεύθερη.
Στον αέρα του φθινοπώρου πως μπλέκονται αρώματα πρωτόγνωρα
Δεν ξέρουν πως είναι να σε αγκαλιάζει ο δρόμος
Όταν ταξιδεύεις για να ταξιδεύεις και αύριο.
Δεν ξέρουν και δεν θα μάθουν ποτέ πως είναι
όταν σε ασφαλτικές βραδινές ερήμους,
δύει η βελόνα στο τέλος των ορίων της ημέρας σου.
Όταν σαν έμβρυο ταΐζεις την λαίμαργη ανάγκη σου για αδρεναλίνη
δεν ξέρουν πως είναι.
Να καβαλάς ένα κομήτη μέσα στο μαύρο σύμπαντο.
Δεν το ξέρουν όταν γυρνούν στο γλυκό ουρλιαχτό της,
Τα μάτια! όταν στο πέρασμα της κοιτούν μόνο τα μάτια,
την κοιτούν σαν όνειρο απαγορευμένο,
σαν ταξίδι κάποτε,
σαν πόθο αγαπημένο.