«Φώτα της πόλης »
Φώτα της πόλης…της νυχτερινής πόλης…για όσους έχουν ‘‘ταξιδέψει’’ μέσα της, όλα είναι γνώριμα...γνωστά και άγνωστα μαζί…
Νύχτα Καλοκαιριού που πεθαίνει και τις τελευταίες καυτές ανάσες στον αέρα αφήνει… αχνοφαίνεται θαρρείς η ζέστη μές στ`ολόγιoμο Αυγουστιάτικο φεγγάρι… οι τοίχοι ασφυκτικά μου πίνουν το αίμα και θέλω έξω στην πόλη να χυθώ… τα φώτα της πόλης ποτέ δε σβήνουν και θέλω δροσερό αεράκι τις σκέψεις μου να διώξει….
Πιστός μου σύντροφος και ακούραστος συνοδοιπόρος…αγάπη μυστική και παντοτινά δική μου… εσύ που πάντα, παντού, αναντίρρητα ακολουθείς και ταξιδεύεις…. Τα φώτα ανάβουν και προορισμός είναι το άγνωστο…μονάχα ο θόρυβος της μηχανής, ένα πατρικό γουργουρητό παρηγοριάς ακούγεται…Άδεια η πόλη. Κι όμως αύριο ανθρώπων βάσανο θα γίνει…τώρα..τώρα όμως…τίποτα ολόγυρα να σαλέψει…μονάχα ο ήχος της μηχανής και η σιωπή απ` τις ψυχές των ανθρώπων που κοιμούνται ακούγονται… κι αυτές θαρρείς αλαφιασμένες αλυχτούν τη νύχτα…καθεμιά τον κρυφό της πόνο να ουρλιάξει…
Καυτή ανάσα, τα πόδια μου ζεσταίνει. Ψάχνει δρόμο να ορμήξει, τη ψυχή της στ` αεράκι να δροσίσει….στη μαύρη άσφαλτο τα χιλιόμετρα να ξεδιπλώσει… Κουμπώνω τη 1η και βουτάω στην πόλη λίγο να ανασάνει η μηχανή…νιώθω καυτή την ανάσα της να ανεβαίνει απ`τον κινητήρα ως τα ρουθούνια μου…ξανοίγω λίγο το γκάζι και βγαίνω εθνική…έρημοι δρόμοι… νυχτερινοί δρόμοι…μοναχικοί δρόμοι…Μονάχα νταλίκες αργοδιαβαίνουν που και που.. Tην ησυχία να χαλάσουν θέλουν. Και το γκάζι ανοίγει μέχρι το δάκρυ στο μάτι να κυλήσει… Φεύγουν οι άσπρες γραμμές. Σα ταινία μια ζωής κυλούν. Μια βουτιά στο χρόνο θαρρείς. Στο παρελθόν το μέλλον ποιος ξέρει…και αμέσως πέφτω στα φρένα, και στην επόμενη στροφή είμαι στην άλλη είσοδο της πόλης….Στρίβω δεξιά και μπρος μου ξεχύνεται όλη η πόλη…έχει ανάψει το μοτέρ και ψάχνει χιλιόμετρα τη δίψα του να σβήσει… Μα όχι…ο αναβάτης θέλει να ημερώσει την ψυχή, πριν από τον έλεγχο ξεφύγει και ηρεμεί στην μαγεία των χρωμάτων της πόλης….
Πορτοκαλί ! Βαμμένοι θαρρείς οι δρόμοι…λες και ένα κουτί μπογιά στο δρόμο ρίχτηκε….που και που βλέπεις κόκκινα…και πράσινα λαμπάκια, την βόλτα τους να κάνουν….Άσπρα πνιγερά φώτα καταστημάτων, την αλαζονεία τους σε μια βιτρίνα καθρεφτίζουν….χρώματα…χρώματα αναμεμειγμένα στον ίδιο καμβά και το φεγγάρι νυχτερινός θεωρός, βαμμένο κι αυτό πορτοκαλί σε σκιάζει… Θαρρείς κι όλα θέλουν να σου μιλήσουν, κάτι να πουν…
Σταματάω στο φανάρι αργά και ήρεμα…είμαι ντυμένος ‘’δικηγόρος’’, κονφορμιστής και πλουτοκράτης μαζί…ανάβει πράσινο και στην επόμενη στροφή έχω αλλάξει…είμαι χωμένος βαθυά στο σκοτεινό σοκάκι, γεμάτο από κάδους με σκουπίδια και περιπλανόδιους που τη ζωή τους σε μια στιγμή έχουν καταλήξει να βρίσκουν…Ανοίγω το γκάζι γοργά και φεύγω δίχως πίσω να κοιτάξω, στρίβω στο επόμενο φανάρι και μπρος μου η θάλασσα την ομορφιά της απλόχερα χαρίζει…μικρός ναύτης ντύνομαι και αφήνομαι στην αγκαλιά της, τον κόσμο να μου δείξει….
Συνεχίζω…συνεχίζω… και πάλι η στροφή στα φώτα της πόλης με βγάζει….μικρές πυγολαμπίδες απο` δώ που κάθομαι τα ‘’στοπ’’ των αυτοκινήτων τη νύχτα ομορφαίνουν…και το φεγγάρι γίνηκε λευκό….Δαγκώθηκε η ματιά μου στο φέγγος του απάνω και δε χορταίνει μαγεία να μαζεύει…. Άσπροι δράκοντες τα φώτα αυτοκινήτων μπρός μου λυσσομανούν… σκιάζουν κάθε γωνιά με χρώματα γιομάτη…-που άραγε χαράματα να πάνε..; ποια θάλασσα, ποια πόλη τον καϋμό τους να γυρεύει…;
Γυρνώ πίσω σκεφτικός…τα λεπτά για ώρες φαίνονται και συντροφιά μου βλέπω το κοντέρ….θαρρείς και αυτό χαμογελά τον πόνο μου να διασκεδάσει. Στάση στο μώλο, μυρωδιά βενζίνης την ατμόσφαιρα γιομίζει. Σαν άρωμα γυναίκας και η μίζα τον τελευταίο λυγμό της στα χέρια μου παραδίδει…. Από δω πιο όμορφη θαρρείς η πόλη μου φαντάζει…Σα πίνακας ζωγραφικής και τα χρώματα ακουρέλα απά σε θαλασσιό καμβά, βουτάνε και αυτά στο βαθύ λιμάνι…μπλέ…κίτρινο..πορτοκαλί…όλα μαζί…η επιγραφή με νέον ‘’hotel’’ στα κύματα βουλιάζει και από των καραβιών τα φουγάρα πλήθος στεναγμών φωνάζει, για την οικογένεια του ο καθείς προστάζει...!
Μοναχικό της νύχτας το ταξίδι, σε πόλη με χρώματα γιομάτη…θαρρείς κι οι πολυκατοικίες τη βουβαμάρα σου ασπάζονται και δε μιλούν…γεμάτες όμως των ανθρώπων οι ψυχές με βάσανα… κι αύριο…κι αύριο σαν η νύχτα το πέπλο της πετάξει, γκρίζα κουτιά και ολόγυρα ανθρώποι, στις δουλειές τους να πηγαίνουν.. . Συρφετός αδιάκοπος και λες ΄πο πούθε ξεφυτρώσαν..? Κι όμως της νύχτας η ματιά πιο ανθρώπινη μου μοιάζει… κάπως έρημη και σκοτεινή μα πιο αληθινή…
Κοιτάζω ολόγυρα και το μάτι της πόλης τα νυχτερινά τα χρώματα δε χορταίνει…
Θέλω να ‘’φάω΄΄ αυτή τη πόλη…αυτή τη στιγμή να εγκλωβίσω μέσα μου και να χορτάσω.. Χιλιάδες φωτογραφίες να βγάλω και σε φίλους να μοιράσω…
Τις μυρωδιές σ` ένα φιλμάκι μαγικό να βάλω… την μυρωδιά θαλασσινής αύρας, τη μυρωδιά από το βαπόρι πού`ναι αραγμένο, σα τέρας λαβωμένο ξανασαίνει, που και που σαλεύει…μισό νεκρό, μισό ζωντανό..
Ξεχνιέται η ματιά μου απά στου χρόνου το κύμα και η ώρα έχει περάσει…Σα κλέφτης μαυροφορεμένος βλέπεις μια στο τόσο κάποιος να περνάει…Σα καρικατούρα, ακτινογραφία λες, φαίνονται με μιας οι σκέψεις του…όσο κι αν αυτός στη σιωπή του -νομίζει- τις έχει κλειδωμένες… ο εργάτης που από νύχτα στη δουλειά πηγαίνει… ο νυχτερινός που από τη βάρδυα σχολάει βουτηγμένος σε σκέψεις θολές και τα βλέφαρα κλειστά… ο πολιτσμάνος, που βαρυά σα θηλιά η γραβάτα στο λαιμό του πέφτει…ο χαρούμενος νεαρός ξενύχτης που απ`των μπάρ τη ζαλούρα ακόμα μεθυσμένος είναι….οι χαρούμενες δυο-δυο κοπελίτσες αγκαλιασμένες το ρολόϊ κοιτάζοντας γοργά τα πεζοδρόμια διαβαίνουν τον Ήλιο να προλάβουν… οι φίλοι μοτοσυκλετιστές με πυρωμένη την εξάτμιση και τα κράνη στο χέρι, από νυχτερινή περιπολία σ` άλλη πόλη επιστέφουν….
Θέλω ακόμα την πόλη να ρουφήξω… βάζω σημάδι την αντίπερα όχθη και μανιασμένος ανάβω τη μηχανή και φεύγω…αλλάζει ο αέρας, μια ζεστός μια κρύος, και οι ταχύτητες μια πίσω από την άλλη μπαίνουν…Με μιας στο ‘’στόχο’’ μου έχω βρεθεί, στην άλλη παραλία και από εδώ αλλάζει χρώματα η φύση…στη θάλασσα οι ψαράδες τα φανάρια έχουν αναμμένα και πάνω τους μοναδικός προστάτης ο Θεός, και μάνα τ` άστρα… Σιγά-σιγά αργοχάνεται και πάλι το φεγγάρι, νωχελικά στα κύμματα πάλι βουτάει…σιμά-σιμά με τους ψαράδες πάει….
Κι είναι ώρα… Όχι γιατί η ψυχή μου έχει χορτάσει, αλλά γιατί ο νούς μου άλλο δεν αντέχει… Πρέπει να φύγω, στο κρυσφήγετο να επιστρέψω…
Καυτός ήχος εξάτμισης, συντροφιά μου κάνει, κι έχω στο νου μου ταξίδι μακρινό να κάνω κι ο χρόνος δε μου φτάνει…
.
http://www.greektube.org/content/view/7567/2/[το συνημμένο έχει διαγραφεί από τον Διαχειριστή]
[το συνημμένο έχει διαγραφεί από τον Διαχειριστή]